- ἀναπηλέω
- ἀναπηλέω, [tense] aor. part. -ήσας dub. sens. in h.Merc.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀναπηλήσας — ἀναπηλήσᾱς , ἀναπηλέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)